Στη σελίδα αυτή μπορείτε να διαβάσετε εργασίες των μαθητών μας  που γράφονται κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.  

 

     Σχολική χρονιά 2014-2015

 

Εργασία που δόθηκε στους μαθητές:

Η Νινέτ εξομολογείται τις σκέψεις και τα συναισθήματά της στο ημερολόγιό της μετά την αποκάλυψη της αληθινής της καταγωγής.

Γαβρήλου Μαρκέλλα,Α1

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα ήταν μια καταπληκτική μέρα για μένα. Τελικά δεν είμαι το παιδί μιας τσιγγάνας! Η Έμμα είναι η μαμά μου, η δική μου μαμά, αυτή που με γέννησε και με αγαπά πολύ. Ξέρεις πώς το ανακάλυψα; Άκουσα το θείο και τη μαμά μου να μιλούν ψιθυριστά για να μη με ξυπνήσουν. Η μαμά έλεγε πόσο με αγαπάει και ότι είμαι η κρυφή της αδυναμία και πως είχε στενοχωρηθεί που θα με άφηνε στο Παρίσι. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που τελικά είμαι κόρη της Έμμας και χαίρομαι για την καταγωγή μου.

Γκρέτση Μαριτίνα Α1

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Σήμερα είναι μια από τις καλύτερες μέρες της ζωής μου, αν όχι η καλύτερη! Επιτέλους έμαθα όλη την αλήθεια! Δεν το πίστευα εγώ και δε θα το πιστέψεις ούτε και εσύ. Η Έμμα είναι η πραγματική μου μητέρα! Το είπε η ίδια στο θείο Προσπέρ, ενώ ταξιδεύαμε με το τρένο προς το Παρίσι. Το είπε, το άκουσα εγώ η ίδια με μισόκλειστα μάτια και ένιωσα να γεννιέμαι ξανά, να πετάω πολύ πιο πάνω από τα σύννεφα. Του είπε επίσης πως είμαι το θαύμα της ζωής της και ότι με αγαπάει πιο πολύ από την Ειρήνη και τη Ζωή. Ποιος θα το πίστευε; Εγώ, η Νινέτ, είμαι το κέντρο της ζωής της Έμμας, της μητέρας μου. Αχ, και να το ήξερα πιο νωρίς, να μπορούσα να ζήσω μαζί με τη μητέρα μου, την πραγματική μου μητέρα, και όχι εξόριστη στις καλόγριες στο Παρίσι. Μετανιωμένη είμαι και εγώ για τις κακές μου πράξεις, αλλά και η μητέρα μου για την απόφασή της. Πόσο θα ήθελα να δω τα μούτρα του χαζο-Κόλια όταν ανακαλύψει ότι έμαθα όλη την αλήθεια και έπαψα να πιστεύω στο δικό του ψέμα, πως είμαι δηλαδή παιδί μιας τσιγγάνας που με πούλησε για ένα μουχλιασμένο καρβέλι ψωμί! Όμως τώρα τα κακά μάγια λύθηκαν. Μια νέα μέρα ξημερώνει και μια καινούργια ζωή ξεκινά για μένα. Και θα τη ζήσω όπως μου αξίζει!

Κόντος Δημήτριος, Γ1 Νεοελληνική Γλώσσα

«Οι Έλληνες μαθητές στις μέρες μας μαθαίνουν τουλάχιστον μία ή δύο ξένες γλώσσες. Θεωρείτε ότι θα τους χρειαστούν στη ζωή τους; Γράψτε ένα άρθρο στην εφημερίδα του σχολείου σας, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη η γνώση μιας ή και δύο ξένων γλωσσών στο σύγχρονο νέο.»

«Η χρησιμότητα των ξένων γλωσσών σήμερα»

Η εκμάθηση ξένων γλωσσών από τους Έλληνες μαθητές σίγουρα, κατά τη γνώμη μου, θα τους ωφελήσει στη μελλοντική τους ζωή από πολλές πλευρές.

Πρώτα απ? όλα θα συμβάλλει στην πνευματική τους καλλιέργεια και θα διευρύνει τους ορίζοντές τους. Θα γνωρίσουν, μέσα από κάθε ξένη γλώσσα, ένα νέο τρόπο σκέψης, μια νέα αντίληψη για τη ζωή, μια κουλτούρα διαφορετική από τη δική τους. Ακόμα η γλωσσομάθεια θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν βαθύτερα τη δική τους γλώσσα και να αποκτήσουν πολύπλευρη ενημέρωση για διάφορα διεθνή γεγονότα και φαινόμενα (π.χ. η κλιματική αλλαγή).

Παίρνοντας το απολυτήριο του Λυκείου, κάποιοι μαθητές θα θελήσουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Απαραίτητο εφόδιο γι? αυτό είναι η γνώση μίας ή περισσότερων ξένων γλωσσών. Αφού οι φοιτητές ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, ανεξάρτητα από το αν θα αναζητήσουν δουλειά στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, θα πρέπει να έχουν δίπλωμα σε τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες για να γίνουν δεκτοί σε κάποιο χώρο εργασίας. Όσοι ασκήσουν επαγγέλματα σχετικά με τον τουρισμό θα έχουν επιτυχή καριέρα χάρη στις ξένες γλώσσες που γνωρίζουν. Θα δίνουν στους αλλοεθνείς τουρίστες μια ολοκληρωμένη εικόνα της χώρας που επισκέπτονται μιλώντας τους γι? αυτήν στη μητρική τους γλώσσα και θα τους εξυπηρετούν άριστα, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους.

Επιπλέον, όταν κανείς επισκέπτεται μια χώρα της οποίας ξέρει καλά τη γλώσσα, νιώθει πιο ασφαλής  και απολαμβάνει τη διαμονή του περισσότερο από κάποιον που δε διαθέτει αυτό το προσόν. Τέλος, οι γλωσσομαθείς χρησιμοποιούν πιο άνετα και σωστά τους υπολογιστές και το διαδίκτυο από τους μη-γλωσσομαθείς.

Αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι τα κυριότερα οφέλη των νέων από την εκμάθηση ξένων γλωσσών με την προϋπόθεση ότι δε θα υποτιμήσουν τη δική τους γλώσσα υπερτιμώντας παράλληλα αυτές που μαθαίνουν.

 

  

 

 


 

 

                                          Σχολική χρονιά 2013-2014

 

 Με αφορμή τη διδασκαλία του λαϊκού παραμυθιού «Το πιο γλυκό ψωμί» ζητήθηκε από τους μαθητές να εμπνευστούν και να γράψουν ένα δικό τους παραμύθι.

  

« Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο-μια πολυκατοικία!»

                Μια φορά κι έναν καιρό,παραμονές Χριστουγέννων,η οικογένεια Παπαντωνίου,θέλησε να στολίσει ένα  χριστουγεννιάτικο δέντρο. Aυτό το δέντρο, προβλεπόταν να είναι τελείως διαφορετικό από όλα τα άλλα.

                Έτσι, οι γονείς και τα δύο τους παιδιά αποφάσισαν μια μέρα  να πάνε σε ένα δάσος με έλατα, που ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους .

                Καθώς έφτασαν με το παλιό  τους αγροτικό στο δάσος,τα παιδιά , ο Ανδρέας και η Κορίνα, ξεχύθηκαν, κοιτώντας προς τα πάνω και θαυμάζοντας τις ψηλές κορυφές των ελάτων .Έψαχνανλεπτά, και τα λεπτάέγιναν ώρες, και  δεν έβρισκαν  ένα έλατο που να χωρά να μπει μέσα στο σπίτι τους .Ήταν έτοιμοι να φύγουν, ώσπου....η Κορίνα γυρνά και κοιτά σε μια μεριά απόμακρη, όπου δεν είχαν ψάξει για  δέντρο.

                Τότε, το είδε!Ναι το είδε!Είδε το φετινό τους χριστουγεννιάτικο δέντρο! Τι τρέλα ! Τι χαρά!

                -Ναι !!!Φέτος θα στολίσουμε το δικό μας χριστουγεννιάτικο δέντρο, το φαντάζεσαι αυτό Κορίνα ; Εμείς θα το κόψουμε , εμείς θα το στολίσουμε ....Γιούπι!!!

                -Ναι το φαντάζομαι !Φαντάζομαι όμως και πώς θα φαίνονται και τα δώρα μας  κάτω από αυτό.

                -Εσύ, μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου.

                -Ει, παιδιά !Δεν αφήνετε τις συνομιλίες και να 'ρθετε να μας βοηθήσετε; , φώναξε η μαμά στα παιδιά .

                -Ναι μαμά , απάντησαν τα παιδιά.

                Πήρε ο μπαμπάς το τσεκούρι από το αυτοκίνητο ,ανασκουμπώθηκε και άρχισε να κόβει .Τουκ τουκ τουκ ! Κόπηκε το έλατο .Βοήθησαν και οι τέσσερις και το έβαλαν στην καρότσα του αγροτικού.

                 Μόλις έφτασαν στο σπίτι ,τα παιδιά ,ούτε το σκουφί τους έβγαλαν, αλλά παρακολουθούσαν με γέλια και χαρές τους γονείς τους να προσπαθούν να τοποθετήσουν  το δέντρο δίπλα στο τζάκι.

                Έφεραν τις μπάλες,τις γιρλάντες και τα φωτάκια ...'Άρχισαν να στολίζουν . Πρώτα τις γιρλάντες ,μετά τις μικρές μπάλες στο πάνω μέρος του ελάτου . 'Έπειτα , τις μεγάλες στο κάτω  μέρος και ......

                -Κάτι, ξεχάσαμε !

                -Αμάν! τα φωτάκια.

                -Δεν πειράζει βάλτε τα τώρα ... είπε ο μπαμπάς.

                Στόλισαν το δέντρο.

                -Έτοιμο! , είπαν όλοι.

                Ενθουσιασμένοι, κάθισαν  απέναντί του και το κοιτούσαν με τις ώρες.

 Ώσπου, τους πήρε ο ύπνος  κοιτάζοντας το.

                Αργά το  βράδυ, ακούστηκαν θροίσματα.Σαν κάτι να υπήρχε στα φύλλα  του δέντρου.Η μαμά πετάχτηκε ανήσυχη.Δεν ξύπνησε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τους λυπήθηκε.Άναψε ένα κεράκι.Πλησίασε το δέντρο.

 Ξάφνου, ένα μικρό κεφαλάκι ξεπρόβαλε από τα κλαδιά του.

                -Παναγία μου, φώναξε η μαμά.

 Από την τόση δυνατή φωνή της, ξύπνησε και τους υπόλοιπους.

                -Τι συμβαίνει;

                -Ένα ....Ένα .....

                -....'Ενα σκιουράκι !, φώναξαν έκπληκτα τα παιδιά !

                -Όχι ένα ! Εφτά. Είναι και η οικογένειά μου .Μέναμε στο δάσος σε αυτό το έλατο , μέχρι που το κόψατε και μας φέρατε εδώ.Όμως μας αρέσει εδώ ! Έχει ζεστασιά, και, μάλλον, θα μας φροντίσετε.Έτσι δεν είναι;

                 Γονείς και παιδιά χαμογέλασαν και έκαναν νόημα στον πατέρα σκίουρο να φωνάξει και τους άλλους να βγουν έξω .Έπειτα, κάθισαν στον καναπέ και έφαγαν όλοι τους κουραμπιέδες της μαμάς, με μπόλικοαμύγδαλο.

                Ως  το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς κυλούσαν όλα ήρεμα και ήσυχα. Καθώς νύχτωνε όμως, οι σκίουροι άρχισαν να ανησυχούν. Δεν ήξεραν πού θα έμεναν μετά τις γιορτές ,γιατί,το δέντροαυτό ,δε θα έμενε εκεί για πάντα.Συζήτησαν όμως την ανησυχία τους και, από τις εκφράσεις των γονιών, σα να ανακουφίστηκαν λίγο .

            Μπήκε ο νέος χρόνος.Το πρωί σηκώθηκαν όλοι από τα κρεβάτια τους σα να τους είχε τσιμπήσει σφήκα.Ανυπομονούσαν να δουν τα δώρα τους. Ο μπαμπάς ένα  καινούργιο ρολόι , η μαμά ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και η Κορίνα και ο Ανδρέας δύο καινούργια ποδήλατα. Της Κορίνας  μωβ και του Ανδρέα μπλε. Οι σκίουροι απογοητεύτηκαν .Γι' αυτούς ...δεν υπήρχε δώρο; Κι όμως, υπήρχε. Και μάλιστα, το καλύτερο!Ένα σπίτι για να μείνουν τις επόμενες μέρες του χρόνου. Κι αυτό θα ήταν δίπλα στο τζάκι.

                Έτσι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο,ή αλλιώς .......πολυκατοικία, θα ήταν το εξοχικό της οικογένειας των σκίουρων για κάθε Χριστούγεννα , που θα θυμούνταν τη μετακόμιση που τους άλλαξε τη ζωή τους.

 Συγγραφείς:

 Καββεζού Χριστίνα

 Γκετσάι Σάντρα

 

 



 

   εργασία που δόθηκε στους μαθητές:

 Συνεχίστε το διήγημα της Έλλης Αλεξίου «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν» περιγράφοντας τα επόμενα Χριστούγεννα των παιδιών που τα περνούν μαζί με τον πατέρα τους. Δώστε τον τίτλο «ο μπαμπάς ήρθε».

 

 ένας μαθητής έγραψε.....

Ο μπαμπάς ήρθε!

Μετά από τις σκληρές εκείνες γιορτές που τα παιδιά δεν πήραν το σιδηρόδρομο, ούτε είδαν τον πατέρα τους, ήρθε η άνοιξη. Τα πράγματα για τη μητέρα καλυτέρευσαν, γιατί τα παιδιά δεν κρύωναν μήτε ζητούσαν παιχνίδια. Τα ξεγελούσε όμως με τα ανοιξιάτικα στεφάνια που πούλαγαν στους περαστικούς.

Τα πράγματα είχαν γίνει καλύτερα, όμως ο μπαμπάς τους δεν έρχονταν.Πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε το φθινόπωρο. Η μητέρα δεν ήθελε να απογοητευτούν πάλι τα παιδιά, αλλά δεν είχε επιλογή. Αν δεν ερχόταν φέτος, δε θα ερχόταν ποτέ, σκεφτόταν η μητέρα.

Πλησίαζαν γιορτές. Ο σιδηρόδρομος ήταν ακόμα εκεί. Περίμενε περνώντας όλη τη χρονιά στο πατάρι του μαγαζιού. Ξαναμπήκε όμως στη βιτρίνα χωρίς να ξέρει αν θα τον πάρει φέτος κάποιο παιδί.

Ο Πέτρος σκέφτηκε ότι φέτος θα ήταν οι καλύτερες γιορτές, γιατί περίμενε τον μπαμπά του. «Αχ αυτός ο μπαμπάς?» έλεγε? «σαν τον Αι-Βασίλη?όλοι μιλούν γι΄ αυτόν μα κανείς δεν τον βλέπει?»

Μόνο που φέτος ο πατέρας του ήρθε! Και δεν ήρθε απλώς. Μαζί του κουβαλούσε το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου: το σιδηρόδρομο.Τότε ο Πέτρος είπε ότι το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου δεν αξίζει τίποτα χωρίς το μπαμπά του.

Γιώργος .Καρούτζος  Β1

 

 



   

Με αφορμή τη διδασκαλία του διηγήματος «Τα κόκκινα λουστρίνια» ζητήθηκε από τους μαθητές να δώσουν μια άλλη εξέλιξη στο διήγημα υποθέτοντας ότι ο νεαρός χαρίζει τελικά τα γοβάκια στην κόρη του δασκάλου.

Καφτάνη Ιωάννα,Α1

Μετά από λίγο η αδελφή έφυγε, πήγε μαζί με τα άλλα της αδέλφια στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν. Μόνο η μητέρα έμεινε στην κουζίνα. Τότε ο νεαρός αποφάσισε πως αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να της μιλήσει για τα σχέδιά του.

Ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη, τα χέρια του ίδρωσαν, κοκκίνισε. Για μια στιγμή δίστασε. Να έδινε τα γοβάκια στην κόρη του δασκάλου ή στην αδελφή; Έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του τα δύο πρόσωπα που τόσο αγαπούσε. Δεν ήθελε να αδικήσει καμιά, όμως έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Θα μιλούσε αύριο στη μητέρα του. Ήθελε λίγο χρόνο να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Δεν κοιμήθηκε. Όλο το βράδυ σκεφτόταν τι θα έκανε. Τελικά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Ήταν τόσο ευτυχισμένος με το σχέδιό του, δε θα άφηνε καμιά παραπονεμένη.

Την επόμενη μέρα πήγε στη δουλειά του. Θα πουλούσε τα γοβάκια στο αφεντικό του και με τα χρήματα που θα έβγαζε θα έπαιρνε κάτι και στην αδελφή του και στην κόρη του δασκάλου. Καθώς έπινε μαζί με το αφεντικό του τον καφέ που τον κερνούσε κάθε μέρα του τα είπε όλα. Για τα γοβάκια, την κόρη του δασκάλου, και την αδελφή του. Τότε το αφεντικό του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του έκλεισε το μάτι. Μετά από λίγα λεπτά βασανιστικής σιωπής του έδωσε τα χρήματα για τα γοβάκια αλλά του είπε να κρατήσει και τα γοβάκια.

Τα γοβάκια τα έδωσε στην αδελφή του, ενώ στην κόρη του δασκάλου αγόρασε ένα πανέμορφο ζευγάρι σκουλαρίκια.

Μετά από λίγα χρόνια ο νεαρός βιοπαλαιστής παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου και έκαναν πολλά παιδιά. Την ιστορία με τα γοβάκια την έλεγε στην οικογένειά του τα βράδια κοντά στο αναμμένο τζάκι και όλοι του έλεγαν πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Αυτό ένιωθε και ο ίδιος βαθιά μέσα στην ψυχή του και δεν μετάνιωσε ποτέ για όσα έκανε.

 Καββεζού Χριστίνα, Α1

?Εδούλευε λοιπόν τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί στα μάτια του, κι απέ, δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι. Το όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στο αφεντικό του πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευε άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.

Την επόμενη μέρα, πήραν τηλέφωνο τη μητέρα του να πάει στο σπίτι του δασκάλου, γιατί είχε γενέθλια η κόρη του και περίμεναν πολύ κόσμο. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Αφού συνεννοήθηκε με τη μητέρα του, φόρεσε τα καλά του, πήρε το γοβάκια και ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση.

Συναντήθηκαν στην πόρτα. Ο μικρός τσαγκάρης την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε πιο πέρα. Δε μίλησε αυτή. Της είπε να κλείσει τα μάτια. Έβγαλε τα γοβάκια και της τα φόρεσε.

Μόλις άνοιξε τα μάτια της και τα είδε? τα μάτια της έλαμψαν. Της πήγαιναν πολύ, ειδικά με το φόρεμα που φορούσε εκείνη τη μέρα. Του είπε ότι δε θα τα βγάλει από πάνω της μέχρι να λιώσουν και ότι από εκείνη τη στιγμή του ανήκε η καρδιά της.

Δε χρειάζεται να περιγράψουμε τα συναισθήματα του μικρού βιοπαλαιστή. Μπορούμε να τα καταλάβουμε αν σκεφτούμε πώς θα νιώθαμε εμείς στη θέση του. Χαλάλι ο κόπος του! Άξιζε! Μακάρι να είχε ο κόσμος όλος την υπομονή και την επιμονή του! Σίγουρα θα καταφέρναμε πολλά πράγματα!

Κωστοπούλου Δήμητρα, Α1

Πήρε τα γοβάκια και ξεκίνησε με τη μητέρα του να πάνε στο σπίτι της αγαπημένης του. Ανάμεικτα συναισθήματα επικρατούσαν μέσα του. Χαρά και άγχος, ανυπομονησία και φόβος. Είχε φορέσει και τα καλά του και η μάνα του τον καμάρωνε.

Φτάνοντας στο σπίτι του δασκάλου για μια στιγμή σκέφτηκε  να φύγει, αλλά το πείσμα του δεν τον άφησε. Η μάνα του μπήκε από την πίσω πόρτα όπως πάντα, αλλά εκείνος ήθελε να πάει μόνος από την κεντρική είσοδο, επισήμως. Χτύπησε το κουδούνι. Οι παλμοί του αυξάνονταν όλο και περισσότερο.

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω η εκλεκτή της καρδιάς του με ένα λευκό φόρεμα και τις μπούκλες των μαλλιών της να καλύπτουν τους ώμους της. Είχε μείνει έκθαμβος. Δεν μιλούσε παρά μόνο τη θαύμαζε κοιτώντας την από την κορυφή ως τα νύχια.

Του πρότεινε να περάσει μέσα και εκείνος δέχτηκε. Της προσέφερε τα κόκκινα λουστρινένια γοβάκια που συμπτωματικά ταίριαζαν απόλυτα με το φουστάνι της. Εκείνη τα κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της που έλαμπαν από χαρά, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε και του είπε από τα βάθη της καρδιάς της ?και μέσα της πραγματικά το πίστευε- πως δε θα τα βάλει στο ράφι μαζί με τα άλλα παπούτσια. Θα τα έχει μονίμως στο ξύλινο τραπεζάκι του δωματίου της και θα τα καμαρώνει. Και πως αυτά θα είναι τα ωραιότερα γοβάκια πού έχει φορέσει ποτέ κοπέλα σε όλο τον κόσμο, γιατί ήξερε με πόσο κόπο είχε δουλέψει γι? αυτά και πόσο καιρό μάζευε χρήματα για να αγοράσει το λουστρίνι.

Εκείνος δεν είπε ούτε μια  λέξη, όμως με τα μάτια του έλεγε πόσο πολύ την αγαπούσε. Από εκείνη την ημέρα έγιναν αχώριστοι φίλοι. Η κόρη του δασκάλου ποτέ δεν τον ερωτεύτηκε αλλά τον αγαπούσε πολύ φιλικά. Αυτός όμως ήταν ευτυχισμένος χωρίς να χάσει την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα τον ερωτευόταν και αυτή.

 



 

Με αφορμή τη διδασκαλία του κειμένου «ένα αντρόγυνο στην κλασική Αθήνα» από το βιβλίο « Αρχαία Ελλάδα, ο τόπος και οι άνθρωποι» ζητήθηκε από τους μαθητές να γράψουν έναν διάλογο στον οποίο να συνομιλεί μια γυναίκα της αρχαίας Αθήνας με μια γυναίκα της σύγχρονης εποχής ανταλλάσσοντας εμπειρίες για το γάμο και τα καθήκοντα και κυρίως για τη θέση της γυναίκας τότε και τώρα.

 

Κόντος Δημήτρης, Β1

Αρχαία γυναίκα: Χαίρε αγαπητή μου. Πώς ζουν οι γυναίκες σήμερα; Όπως εγώ πριν 2.400 χρόνια ή μήπως έχουν αλλάξει τα πράγματα;

Σύγχρονη γυναίκα: Τα πάντα σήμερα έχουν αλλάξει. Μπορούμε να βγαίνουμε από το σπίτι μόνες μας και όποτε το θέλουμε, να επιλέγουμε επάγγελμα, να ψηφίζουμε και να εκλεγόμαστε.

Αρχαία γυναίκα: Στην εποχή μου όλα αυτά δε μπορούσαμε ούτε να τα φανταστούμε! Πόσο θα ήθελα να ζούσα στη σύγχρονη Ελλάδα! Πες μου όμως τώρα τι γίνεται με το γάμο.

Σύγχρονη γυναίκα: Σήμερα μπορούμε να παντρευτούμε όποιον εμείς επιθυμούμε κι όποτε το θέλουμε. Ακόμα, έχουμε το δικαίωμα να διαχειριζόμαστε την προίκα, ενώ μας ανήκει και για πάντα.

Αρχαία γυναίκα: Με άλλα λόγια δε σας λείπει τίποτα!

Σύγχρονη γυναίκα: Το μόνο κακό είναι πως έχουμε παραμελήσει την υφαντική τέχνη.

Αρχαία γυναίκα: Ακόμα κι έτσι πάντως έχετε πολλά προτερήματα. Τώρα όμως πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Σου εύχομαι ακόμα καλύτερη ζωή στο μέλλον.

Σύγχρονη γυναίκα: Σε ευχαριστώ. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία και το διάλογο.

 

Λουμπαρδιά Αλεξάνδρα, Β1

Ημέρα εκλογών? Στο σπίτι της Καλλιπάτειρας?

-      Καλλιπάτειρα, άνοιξέ μου..

-      Ω, αγαπητή Τζέσι, πώς είσαι; Πέρνα εις την οικία μου. Δούλε, περιποιήσου την καλεσμένη μας.

-      Αχ αγαπητή μου, είμαι απίστευτα κουρασμένη. Ο Μπάμπης με κούρασε απίστευτα. Τον έβαλα να βάλει πλυντήριο, να πλύνει τα πιάτα, να ξεσκονίσει, να μαγειρέψει, να πάει για ψώνια, δε φαντάζεσαι πόσο κουράστηκα να τον επιβλέπω.

-      Μα τι λες σεβαστή Τζέσι. Ο δικός μου άντρας είναι από το πρωί στην αγορά και εγώ είμαι σπίτι και επιβλέπω τα παιδιά μου?

-      Ποια παιδιά; Σε παρακαλώ καλή μου, έχω να πάω γυμναστήριο, για shopping, σπα, να πάω να πάρω το νέο μοντέλο iphone 5 και θα ασχολούμαι με παιδιά; Να? ναι καλά η Άννα η νταντά.

-      Τζέσι, δεν προσέχεις ούτε τον  άντρα σου, ούτε τα παιδιά σου.

-      Εγώ; Που τα παιδιά τα προσέχω σαν τα μάτια μου, μέχρι και photo στο facebook έχω  βάλει μαζί τους. Αλλά δε γίνεται και να μην προσέχω τον εαυτό μου. Δεν φαντάζεσαι πώς γίνομαι όταν περνά η μέρα και δεν έχω ακόμα τουϊτάρει. Άστα! Πρέπει και να πάω να ψηφίσω. Πρέπει να συμπληρώσω και το ψηφοδέλτιο του Μπάμπη μου.

-      Να ψηφίσεις; Μα τι είναι αυτά που λέει το στόμα σου; Εσύ είσαι γυνή.

-      Και τι γυνή, κουκλάρα! Αχ χρυσή μου μάθε επιτέλους ότι  μπορούμε να κάνουμε τους άνδρες ό,τι θέλουμε. Δεν μπορώ, με σύγχυσες. Φεύγω? Τα λέμε darling.

-      Χαίρε Τζέσι.

 

  Γιώργος Καρούτζος, Β1

Άνδρας: Γυναίκα, καλύτερα να πέσουμε για ύπνο.

Σύγχρονη γυναίκα: Ναι, είμαι αρκετά κουρασμένη.

Αφηγητής: Κατά τη διάρκεια του ύπνου η γυναίκα της σύγχρονης εποχής ονειρεύτηκε ότι συνομίλησε με μια γυναίκα από την αρχαία Ελλάδα?

Σύγχρονη γυναίκα: Γεια σας.

Αρχαία γυναίκα: Γεια. Τι είδους ενδυμασία είναι αυτή;

Σύγχρονη γυναίκα: Ρούχα είναι?

Αρχαία γυναίκα: Ναι, αλλά τι ρούχα; Μήπως είσαι σκλάβα; Ντροπιάζεις την Αθήνα. Καταρχάς πού είναι η κυρά σου ή αν δεν είσαι δούλα πού είναι οι σκλάβες σου; Πώς γυρνάς μόνη στο δρόμο;

Σύγχρονη γυναίκα: Συγγνώμη αλλά γιατί να έχω δούλους ή κυρά; Είμαι μια ανεξάρτητη σύγχρονη γυναίκα.

Αρχαία γυναίκα: Τι εννοείς με το σύγχρονη;

Σύγχρονη γυναίκα: Είμαστε στο έτος 2014.

Αρχαία γυναίκα: Και πώς είναι τα πράγματα εκεί;

Σύγχρονη γυναίκα: Είναι σχετικά καλά με πολύ αναπτυγμένη τεχνολογία. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Δεν υπάρχουν δούλοι.

Αρχαία γυναίκα: Απίστευτα μου φαίνονται όλα αυτά!

Σύγχρονη γυναίκα: Κοίτα, εγώ αλήθεια λέω, δε θα απολογηθώ τώρα σε κάποια που νομίζει ότι βρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα?

Αρχαία γυναίκα: Δηλαδή?

Άνδρας: Γυναίκα? γυναίκα? ξύπνα?

Σύγχρονη γυναίκα: Τι όνειρο και αυτό!

 



Θέμα: 

Προσδιορίστε ένα κοινωνικό ή περιβαλλοντικό πρόβλημα που θεωρείτε σημαντικό για την περιοχή σας και για το οποίο θα άξιζε να αναπτύξετε εθελοντική δράση. Επιλέξτε ένα φορέα από εκείνους που δραστηριοποιούνται στο θέμα και απευθυνθείτε σε αυτόν. Περιγράψτε το πρόβλημα που σας απασχολεί και ζητήστε τη συνεργασία του για την αντιμετώπισή του

   Fiona Merhani Γ2

Δρέπανο Αργολίδας      03/04/2014                              

 

Αγαπητοί υπεύθυνοι της

Green Peace Ελλάδος,

Είμαστε οι μαθητές του γυμνασίου Δρεπάνου Αργολίδας και σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή για να ζητήσουμε την προσωπική σας παρέμβαση σε ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει ο μικρός ,όμορφος και παραθαλάσσιος τόπος μας.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

Όπως αναφέραμε και   παραπάνω ζούμε σε ένα τόπο αραιοκατοικημένο και πολύ όμορφο. Παρ? όλα αυτά δεν παύουν να υπάρχουν άτομα τα οποία δεν ενδιαφέρονται για το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι όμορφες παραλίες μας και τα καταγάλανα νερά τους να κατακλύζονται από πλαστικές σακούλες, κουτάκια αναψυκτικών  και άλλα σκουπίδια   ιδίως το καλοκαίρι.

Όλα αυτά έχουν πολλές δυσάρεστες συνέπειες . Αρχικά, μειώνεται το ποσοστό επισκεψιμότητας στον τόπο μας, καθώς οι βρώμικες παραλίες αποτελούν δυσφήμηση για αυτόν. Επίσης το περιβάλλον μέρα με τη μέρα καταστρέφεται και αν δεν κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε, η  κατάσταση θα επιβαρυνθεί. Το σχολείο μας, με τη βοήθεια του Συλλόγου Γονέων έχει προγραμματίσει κάποιους καθαρισμούς παραλιών ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Επιπρόσθετα, σκεφτόμαστε να διοργανώσουμε κάποιες ενημερωτικές εκδηλώσεις (με φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα), εστιάζοντας κυρίως στο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε.

Είναι γνωστή η ευαισθησία σας σε θέματα περιβαλλοντικά και έχει αποδειχθεί κυρίως  μέσα από τις δράσεις σας. Και στην προκειμένη περίπτωση είμαστε σίγουροι ότι θα συμφωνήσετε με τις θέσεις και τις απόψεις μας και θα μας βοηθήσετε.

Ανακεφαλαιώνοντας, αποβλέπουμε σε μια εποικοδομητική συνεργασία εφ? όσον έχουμε κοινό στόχο: την προστασία του περιβάλλοντος. Ελπίζουμε να λάβετε υπόψη  σας το αίτημά μας και να έχουμε τη χαρά να δούμε την οργάνωσή σας συμμέτοχη στην προσπάθειά μας.

                                                             Με εκτίμηση,                                                                                       

                      Οι μαθητές του Γυμνασίου Δρεπάνου Αργολίδας.?

 

                                                                                                                                                                                                                                                                              

Με αφορμή τη διδασκαλία του κειμένου «Τεκνοποιία και εκπαίδευση στη Σπάρτη» από το βιβλίο « Αρχαία Ελλάδα, ο τόπος και οι άνθρωποι» ζητήθηκε από τους μαθητές να γράψουν έναν διάλογο στον οποίο να συνομιλεί ένα παιδί της αρχαίας Σπάρτης με ένα παιδί της σύγχρονης εποχής ανταλλάσσοντας εμπειρίες για το εκπαιδευτικό σύστημα και εκφράζοντας παράλληλα τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα προσωπικά τους βιώματα.

Κόντος Δημήτριος, Β1

Παιδί αρχαίας Σπάρτης: Χαίρε τέκνο της σύγχρονης Ελλάδας. Να μαντέψω, μόλις γύρισες από το σχολείο όπως και εγώ.

Παιδί σύγχρονης Ελλάδας: Σωστά μάντεψες. Κι έχω να διαβάσω Ιστορία, Αγγλικά, Φυσική?

Παιδί αρχαίας Σπάρτης: Τι είναι όλα αυτά! Εγώ έχω μόνο γραφή, μουσική και άθληση στην παλαίστρα!

Παιδί σύγχρονης Ελλάδας: Τυχερέ! Εγώ μετά έχω και φροντιστήριο! Έχω γίνει κομμάτια?

Παιδί αρχαίας Σπάρτης: Μη νομίζεις, κι εγώ δυσκολεύομαι? Μια στιγμή να χαλαρώσω θα τη φάω τη μαστιγιά? Ο παιδονόμος δε χαρίζει κάστανα?

Παιδί σύγχρονης Ελλάδας: Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε εμάς  με τις απουσίες. Τώρα όμως πρέπει να φύγω γιατί έχω full πρόγραμμα?

Παιδί αρχαίας Σπάρτης: Στο καλό να πας. Φεύγω κι εγώ γιατί με φωνάζει ο δούλος που με προσέχει?

 

?

Με αφορμή τη διδασκαλία του διηγήματος «Ο Βάνκας» ζητήθηκε από τους μαθητές να δώσουν στο διήγημα ένα διαφορετικό τέλος σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή.

Καφτάνη Ιωάννα, Α1

Ο  Βάνκας προχωρούσε με ταχύ βήμα προς το ταχυδρομικό κουτί. Η καρδιά του φτερούγισε. Αυτό το γράμμα ήταν η τελευταία  ελπίδα που έτρεφε ο ίδιος για το μέλλον του. Ήταν μια επιλογή στο αδιέξοδο της ζωής του. Ένα φως στο σκοτάδι της ψυχής του.

Καθώς πλησίαζε στο κοντινότερο κουτί άκουσε μια αυστηρή μα συνάμα τρυφερή αντρική φωνή να του φωνάζει: «Βάνκα, Βάνκα».

Έκπληκτος ο Βάνκας αντίκρισε τον παλιό φίλο του παππού του που έμενε κοντά στο σπίτι των Ζιβάρεφ. Είχε πάει για μια δουλειά στη Μόσχα και θα γύριζε σπίτι του σε λίγες μέρες.

Μετά από μια σύντομη εξιστόρηση του Βάνκα για την τωρινή του κατοικία και το γράμμα, ο ηλικιωμένος μα επιβλητικός κύριος πήρε το γράμμα και είπε πως θα το έδινε ο ίδιος στον Κωνσταντή Μακάριτς.

Ύστερα είπε στο Βάνκα πως θα τον έπαιρνε να μείνει στο δικό του σπίτι κοντά στον παππού του. Ζήτησε από το Βάνκα να τον πάει στο τσαγκαράδικο για να μάθει πού ζούσε.

Πριν φύγει ορκίστηκε στο Βάνκα πως θα τον πάρει σε τρεις εβδομάδες, αφού τακτοποιήσει ορισμένες υποχρεώσεις που είχε.

Πράγματι μετά από τρεις εβδομάδες ο Βάνκας βρισκόταν στο σπίτι του σωτήρα του.Ο ηλικιωμένος αγάπησε τόσο πολύ το Βάνκα που σύμφωνα με τη διαθήκη του του άφησε το σπίτι και όσα χρήματα είχε στην τράπεζα.

Χρόνια αργότερα ο Βάνκας έκανε τη δική του οικογένεια και έζησε μια χαρούμενη ζωή.

Γάτσιος Βασίλης, Α1

Ο Βάνκας έβαλε στο γράμμα του και τη διεύθυνση και το έριξε στο ταχυδρομικό κουτί.

Ανυπομονούσε πολύ. Όμως οι μέρες περνούσαν χωρίς καμιά απάντηση και τον παππού άφαντο. Ο Βάνκας έκλαιγε, έκλαιγε, σταματημό δεν είχε. Πέρασαν και τα Χριστούγεννα, μπήκε ο νέος χρόνος δυστυχισμένα?

Πέρασαν επτά μήνες τόσο άδειοι? Άδειος ο Βάνκας και μόνος?

Ένα βράδυ επέστρεψε από τη δουλειά και βρήκε τα φώτα ανοικτά. Φοβήθηκε, όμως πλησίασε την τραπεζαρία και είδε στο κρεβάτι τον παππού του να ξεκουράζεται?

Τότε άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά από χαρά. Πέρασε ένα αξέχαστο καλοκαίρι. Το Σεπτέμβρη έφυγαν για τον τόπο του παππού και έμειναν για πάντα μαζί!

Γαβρήλου Καλλιόπη,Α1

Ο Βάνκας βλέπει στο παράθυρο μια σκιά που μοιάζει στον παππού του. Ο άγνωστος μπαίνει μέσα στο τσαγκαράδικο και ο Βάνκας τρέχει στην αγκαλιά του: «Παππού, παππού!». «Δεν είμαι ο παππούς σου αλλά ο αδελφός του». «Έχει αδελφό ο παππούς;» αναρωτήθηκε ο Βάνκας. «Εγώ με τον παππού σου είχαμε τσακωθεί πριν τη γέννηση της μητέρας σου.» Ο Βάνκας του εξήγησε την ιστορία του και ο θείος του του υποσχέθηκε να τον πάει στο χωριό του παππού του. Όταν εκείνος τον είδε χάρηκε τόσο πολύ, που από τη χαρά του πέθανε. Έτσι ο Βάνκας έζησε με τον αδελφό του παππού του.

Δρούζα Γεωργία, Α1

Αφού πέρασε αρκετή ώρα και τα όνειρα του Βάνκα τέλειωσαν, ξύπνησε. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας επίμονα το ταχυδρομικό κουτί από μακριά. Ξαφνικά βλέπει τον ταχυδρόμο να παίρνει όλα τα γράμματα. Ο ταχυδρόμος φεύγοντας πέρασε μπροστά από το παράθυρο και χαιρέτησε το Βάνκα. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και είπε στον ταχυδρόμο για το γράμμα του, για να είναι σίγουρος πως θα πάει στον παππού του. Κατά τύχη ήταν το πρώτο γράμμα που κρατούσε ο ταχυδρόμος και ο Βάνκας του το έδειξε.

Ρίχνοντας στο γράμμα μια ματιά ο ταχυδρόμος είδε πως ο Βάνκας δεν είχε γράψει τη διεύθυνση. Του το είπε και εκείνος πήρε το γράμμα, το ακούμπησε στο γραφείο, βούτηξε την πένα στο μελάνι κι έγραψε τη διεύθυνση. Το ξαναέδωσε στον ταχυδρόμο και εκείνος του είπε πως το γράμμα σε λίγο καιρό θα βρίσκεται στα χέρια του παππού του. Το Βάνκα τον κυρίευσε η χαρά και ο ενθουσιασμός και οι ελπίδες του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα.

Έφτασε πια η ώρα που ο παππούς πήρε το γράμμα. Αφού το διάβασε συγκινημένος αποφάσισε να πάει να φέρει πίσω το Βάνκα. Όμως δεν ήξερε ακριβώς πού είναι το τσαγκαράδικο όπου δούλευε ο Βάνκας. Όμως με τη βοήθεια του ταχυδρόμου βρήκε το Βάνκα και τον έφερε πίσω στο χωριό. Ο Βάνκας ήταν πολύ ευτυχισμένος, όμως μετά από δύο χρόνια ο παππούς του πέθανε και ο Βάνκας έζησε με τις υπηρέτριες και το Χέλη.

Καββεζού Χριστίνα,Α1

?Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει πάνω του την ξεσκισμένη του γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα. Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σε ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει να πάει γρήγορα στο κουτί, να ρίξει το πολύτιμο γράμμα του στη χαραμάδα, αλλά ευτυχώς θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να γράψει τη διεύθυνση του παππού του στο φάκελο. Είχε προχωρήσει μονάχα ένα στενό, αλλά ξαναγύρισε πίσω σφαίρα για να γράψει τη διεύθυνση. Μπήκε στο μαγαζί, πήγε στο γραφείο του αφεντικού του, πήρε το καλαμάρι και με πρόχειρα και άσχημα γράμματα έγραψε τη διεύθυνση. Ξαναπετάχτηκε έξω και έτρεξε στο πρώτο ταχυδρομικό κουτί, έριξε το γράμμα και γεμάτος ελπίδες γύρισε στο τσαγκαράδικο.

Μια εβδομάδα μετά, ενώ δούλευε στο τσαγκαράδικο, κάποιος χτύπησε την πόρτα τρεις φορές. Ο Βάνκας πήγε και άνοιξε ως συνήθως, μην ξέροντας τι τον περιμένει. Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε τον παππού του με τα μάτια που μπιρμπίλιζαν και τη γελαστή του όψη. Ο Βάνκας δεν τον άφηνε από την αγκαλιά του. Δεν πίστευε στα μάτια του! Είχε έρθει ο παππούς του να τον πάρει!

Δεν έχασαν καιρό. Χωρίς να υπολογίσουν τις φωνές του αφεντικού του, πήραν ό,τι ψιλοπράγματα είχε ο Βάνκας και έφυγαν από το τσαγκαράδικο.

Ο Βάνκας ευτυχισμένος και με ένα χαμόγελο ως τ΄ αυτιά προχωρούσε κρατώντας το χέρι του παππού του και κάνοντας όνειρα για τη ζωή που τον περίμενε από δω και πέρα, που σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερη από την προηγούμενη.

Κωστοπούλου Δήμητρα, Α1

Το όνειρο του Βάνκα συνεχίζεται. Καθώς ο παππούς διάβαζε το γράμμα στις δούλες και ο Χέλης έφερνε σβούρα το πατάρι, ξαφνικά σταματάει να διαβάζει. Επικρατεί σιωπή. Μονάχα η ανάσα του σκύλου ακούγεται.

Ο παππούς σηκώνεται, φοράει το παλτό, τα γάντια, το σκουφί και το κασκόλ του και πηγαίνει στο σιδηροδρομικό σταθμό για να περιμένει το τρένο. Μόλις καταφθάνει, ο παππούς προχωράει γρήγορα-γρήγορα και κάθεται κοντά στο παράθυρο παρακολουθώντας το παγωμένο τοπίο του χωριού.

Μετά από μία ώρα, όταν πια το τρένο είχε φτάσει στον προορισμό του, ο παππούς αποβιβάζεται, κάνει τρία βήματα, κοιτά γύρω του και εκπλήσσεται, αφού ό,τι του είχε περιγράψει ο Βάνκας διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του.

Χωρίς να χάσει καιρό αρχίζει να ψάχνει για το τσαγκαράδικο. Αν και δυσκολεύτηκε τελικά κατάφερε να το βρει. Αποφάσισε να ρωτήσει για τον εγγονό του και χτύπησε την πόρτα. Ο Βάνκας πετάχτηκε από το κρεβάτι και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα νομίζοντας πως είναι ο παππούς του. Όταν όμως την άνοιξε αντίκρισε το αφεντικό του με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι. Το μικρό αγόρι τρέχει να του φέρει μια καρέκλα και φοβισμένο κάθεται σε μια γωνιά. Το αφεντικό του πίνει και την τελευταία σταγόνα από το μπουκάλι και το πετάει στα πόδια του Βάνκα. Ο μικρός άρχισε να κλαίει ώσπου το αφεντικό του του είπε ότι αν δεν σταματήσει δε θα του δώσει φαγητό για δύο μέρες. Μόνο άσχημες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του Βάνκα. Η μόνη όμορφη σκέψη του ήταν το χωριό του. Τότε πήρε την απόφαση να φύγει μην αντέχοντας άλλο. Για δύο μέρες κοιμόταν σε ένα παγκάκι κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό περιμένοντας μάταια τον παππού του. Το απόγευμα της δεύτερης μέρας ο οδηγός του τρένου τον ρώτησε αν θέλει να τον πάει κάπου και του είπε πως δε θα του ζητήσει χρήματα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Βάνκας ξεκίνησε για το χωριό του και από τότε έζησε ευτυχισμένος κοντά στον αγαπημένο του παππού.

 



 

 

 

 

 

 

 

Υποκατηγορίες

Πρόσθετες πληροφορίες